λάκτισμα

λάκτισμα
το (Α λάκτισμα) [λακτίζω]
χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιά
νεοελλ.
1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα
2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα
3. φρ. (στο ποδόσφαιρο) «εναρκτήριο λάκτισμα» — το πρώτο κλότσημα τής μπάλας με την έναρξη τού αγώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λάκτισμα — a kick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάκτισμα — το, ατος η κλοτσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λακτισμάτων — λάκτισμα a kick neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτιστῶν — λάκτισμα a kick masc gen pl λακτιστής one who kicks masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσμασι — λάκτισμα a kick neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσμασιν — λάκτισμα a kick neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσματα — λάκτισμα a kick neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσματι — λάκτισμα a kick neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσματος — λάκτισμα a kick neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λακτίσμαθ' — λακτίσματα , λάκτισμα a kick neut nom/voc/acc pl λακτίσματι , λάκτισμα a kick neut dat sg λακτίσματε , λάκτισμα a kick neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”