- λάκτισμα
- το (Α λάκτισμα) [λακτίζω]χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιάνεοελλ.1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα3. φρ. (στο ποδόσφαιρο) «εναρκτήριο λάκτισμα» — το πρώτο κλότσημα τής μπάλας με την έναρξη τού αγώνα.
Dictionary of Greek. 2013.